- αλληλοφυης
- ἀλληλοφυήςἀλληλο-φυής2происходящий друг из друга Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀλληλοφυῶν — ἀλληλοφυής grown out of one another masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλληλοφυείς — ἀλληλοφυεῖς, ῆ (Α) αυτοί που φύονται ο ένας από τον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. τού τ. *ἀλληλοφυής < ἀλληλο * + φυής, πιθ. < ουδ. φύος < φύομαι] … Dictionary of Greek